ιδιοτεύω

ιδιοτεύω
ἰδιοτεύω (Μ)
ιδιωτεύω, ζω ως απλός άνθρωπος, χωρίς κάποιο αξίωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. αντί τού ιδιωτεύω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”